- μετάταξη
- η (Α μετάταξις) [μετατάσσω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατάσσω, μεταβολή τής τάξης, τής σειράς, τακτοποίηση με άλλο τρόπονεοελλ.1. ναυτ. κάθε κίνηση ναυτικών δυνάμεων που γίνεται εν πλω με σκοπό την αλλαγή τού σχηματισμού, μετασχηματισμός2. στρ. μεταφορά στρατιωτικού από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο («μετάταξη από το ναυτικό στην αεροπορία»)3. (γενικά) μετάθεση δημόσιου υπαλλήλου σε ομοιόβαθμη κενή θέση άλλου υπηρεσιακού κλάδουαρχ.1. η μεταβολή τής παράταξης στη μάχη2. προαγωγή, προβιβασμός.
Dictionary of Greek. 2013.